- συνελών
- ούσα, όν :
συνελόντι είπείν — короче говоря, одним словом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνελόντι είπείν — короче говоря, одним словом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνελών — οῡσα, όν, Α φρ. «συνελόντι εἰπεῑν» βλ. συναιρώ … Dictionary of Greek
συνελών — συναιρέω grasp aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναιρώ — συναιρῶ, έω, ΝΜΑ [αἱρῶ] 1. κάνω συναίρεση δύο φωνηέντων ή φωνήεντος και διφθόγγου (α. «το ο και το ου συναιρούνται» β. «τὸ ε και το ᾱ συναιροῡνται εἰς η», Απόλλ. Δύσκ.) 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνηρημένος, η, ο(ν) αυτός που έχει υποστεί … Dictionary of Greek